κληροῦχον

κληροῦχον
κληροῦχος
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κληρούχος — ο (AM κληροῡχος) ο κάτοχος κλήρου, αυτός που πήρε ή δικαιούται να πάρει τμήμα γης με κλήρο («τετρακισχιλίους κληρούχους ἐπί τῶν ἱπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι», Ηρόδ.) αρχ. 1. Αθηναίος πολίτης που λάμβανε κομμάτι γης στις σύμμαχες ή υποτελείς τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”